„αλήθεια“: θηλυκό αλήθεια [aˈliθja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wahrheit Wahrheitθηλυκό | Femininum, weiblich f αλήθεια αλήθεια examples αλήθεια; tatsächlich?, echt? αλήθεια; είναι αλήθεια! wirklich! είναι αλήθεια! αλήθεια, … übrigens, … αλήθεια, …