Greek-German translation for "περνώ"

"περνώ" German translation

περνώ
[perˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ασα; -άστηκα; -ασμένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • vorbeigehen
    περνώ περπατώντας
    περνώ περπατώντας
  • vorbeilaufen
    περνώ τρέχοντας
    περνώ τρέχοντας
  • hinübergehen
    περνώ απέναντι
    περνώ απέναντι
  • vorbeifahren
    περνώ με όχημα
    περνώ με όχημα
  • durchdringen
    περνώ διαπερνώ
    περνώ διαπερνώ
  • durchkommen
    περνώ καταφέρνω να περάσω
    περνώ καταφέρνω να περάσω
  • vorbeikommen
    περνώ σύντομα για επίσκεψη
    περνώ σύντομα για επίσκεψη
  • hineingehen, hereinkommen
    περνώ μπαίνω
    περνώ μπαίνω
  • übergehen
    περνώ σε άλλο σημείο
    περνώ σε άλλο σημείο
  • vergehen
    περνώ χρόνος, πόνος
    περνώ χρόνος, πόνος
  • vorübergehen
    περνώ κάτι δυσάρεστο
    περνώ κάτι δυσάρεστο
  • verkehren
    περνώ πολλά αυτοκίνητα
    περνώ πολλά αυτοκίνητα
examples
περνώ
[perˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ασα; -άστηκα; -ασμένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • überqueren
    περνώ δρόμο, ποτάμι
    περνώ δρόμο, ποτάμι
  • überschreiten
    περνώ ξεπερνώ όριο
    περνώ ξεπερνώ όριο
  • hinüberführen
    περνώ πηγαίνω κάποιον απέναντι
    περνώ πηγαίνω κάποιον απέναντι
  • überholen
    περνώ προσπερνώ, και δρομέα
    περνώ προσπερνώ, και δρομέα
  • übertreffen (σε an+δοτική | +Dativ +dat)
    περνώ ξεπερνώ σε ιδιότητα
    περνώ ξεπερνώ σε ιδιότητα
  • eintragen
    περνώ καταχωρίζω
    περνώ καταχωρίζω
  • durchmachen, mitmachen
    περνώ βάσανα
    περνώ βάσανα
  • erleben
    περνώ περιπέτεια
    περνώ περιπέτεια
  • passieren
    περνώ σύνορα
    περνώ σύνορα
  • verbringen
    περνώ χρόνο, ώρα
    περνώ χρόνο, ώρα
  • bestehen
    περνώ εξετάσεις
    περνώ εξετάσεις
  • auslegen
    περνώ καλώδιο
    περνώ καλώδιο
  • anlegen
    περνώ χειροπέδες
    περνώ χειροπέδες
examples
περνώ τις εξετάσεις
περνώ τις εξετάσεις
περνώ το καλοκαίρι
περνώ το καλοκαίρι
περνώ κρίση
περνώ κρίση
περνώ στην ιδιοκτησία κάποιου
in jemandes Besitz übergehen
περνώ στην ιδιοκτησία κάποιου
περνώ κρίση
περνώ κρίση

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: