κρίση
[ˈkrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Urteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)κρίση απόφασηκρίση απόφαση
- Beurteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fκρίση διατύπωση γνώμηςκρίση διατύπωση γνώμης
- Meinungθηλυκό | Femininum, weiblich fκρίση γνώμηκρίση γνώμη
- Urteilsvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκρίση ικανότητα σωστής κρίσηςκρίση ικανότητα σωστής κρίσης
- Kriseθηλυκό | Femininum, weiblich fκρίση δύσκολη κατάστασηκρίση δύσκολη κατάσταση
- Anfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mκρίση ιατρική | Medizinιατρκρίση ιατρική | Medizinιατρ
examples
- περνώ κρίσηeine Krise durchmachen
- περνώ κρίση
- οικονομική κρίσηWirtschaftskriseθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples