„φρένο“: ουδέτερο φρένο [ˈfreno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, συνήθως | meistσνθ φρέναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bremse, Ende Bremseθηλυκό | Femininum, weiblich f φρένο αυτοκίνητο | Autoαυτοκ φρένο αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Endeουδέτερο | Neutrum, sächlich n φρένο τέλος φρένο τέλος examples πατώ φρένο bremsen πατώ φρένο πατάω το φρένο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ die Notbremse ziehen πατάω το φρένο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ φρένο ζάντας Felgenbremseθηλυκό | Femininum, weiblich f φρένο ζάντας φρένο κόντρα Rücktrittbremseθηλυκό | Femininum, weiblich f φρένο κόντρα hide examplesshow examples