νέος
[ˈneos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, νέα, νέοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- jungνέος νεαρός στην ηλικίανέος νεαρός στην ηλικία
- neuνέος σύγχρονος, καινούργιοςνέος σύγχρονος, καινούργιος
examples
- Neuanschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Νέα Γηθηλυκό | Femininum, weiblich fNeufundlandουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- νέα εγκατάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υNeuinstallationθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples
νέος
[ˈneos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)