έκδοση
[ˈekðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Herausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fέκδοση δημοσίευσηέκδοση δημοσίευση
- Ausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fέκδοση ορισμένης ημερομηνίαςέκδοση ορισμένης ημερομηνίας
- Ausstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fέκδοση διαβατηρίου, επιταγήςέκδοση διαβατηρίου, επιταγής
- Auslieferungθηλυκό | Femininum, weiblich fέκδοση κρατουμένουέκδοση κρατουμένου
- Versionθηλυκό | Femininum, weiblich fέκδοση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υέκδοση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
- έκδοση σε μικρογραφίαMiniaturausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έκδοση τσέπηςTaschenausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f