„ξεκίνημα“: ουδέτερο ξεκίνημα [kseˈkjinima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufbruch, Start Aufbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξεκίνημα νέα αρχή ξεκίνημα νέα αρχή Startαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξεκίνημα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ αθλητισμός | Sportαθλ ξεκίνημα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ αθλητισμός | Sportαθλ