αυτοκίνητο
[aftoˈkjinito]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Auto(mobil)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nαυτοκίνητοKraftwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mαυτοκίνητοαυτοκίνητο
examples
- επιβατικό αυτοκίνητοPKWαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιβατικό αυτοκίνητο
- αυτοκίνητο αντίκα
- αυτοκίνητο επίδειξηςVorführwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mαυτοκίνητο επίδειξης
- hide examplesshow examples