Greek-German translation for "νέα"
"νέα" German translation
νέα ψηφοφόροςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Jungwählerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα ψηφοφόροςθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Neuerscheinungθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα εξέλιξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Neuentwicklungθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα εξέλιξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αθλητικά νέαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
Sportnachrichtenπληθυντικός | Plural pl
αθλητικά νέαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
νέα εγκατάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Neuinstallationθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα εγκατάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
Neuanschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Neuverfilmungθηλυκό | Femininum, weiblich f
νέα έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f