εγκατάσταση
[eŋgaˈtastasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Installationθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκατάσταση μηχανήματοςεγκατάσταση μηχανήματος
- Anlageθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκατάσταση τεχνική | Technikτεχνεγκατάσταση τεχνική | Technikτεχν
- Niederlassungθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκατάσταση σε πόληεγκατάσταση σε πόλη
- Einzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mεγκατάσταση σε σπίτιεγκατάσταση σε σπίτι
- Gründungθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκατάσταση ίδρυσηErrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκατάσταση ίδρυσηεγκατάσταση ίδρυση
- Verlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκατάσταση σωλήνες, καλώδιαεγκατάσταση σωλήνες, καλώδια
examples
- εγκαταστάσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl υγιεινήςSanitäranlagenπληθυντικός | Plural pl
- εγκατάσταση ανακύκλωσηςWiederaufbereitungsanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εγκατάσταση αποτέφρωσηςVerbrennungsanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples