βγαίνω
[ˈvjeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <βγήκα; βγαλμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hinausgehen, herauskommenβγαίνωβγαίνω
- hervorgehenβγαίνω ως συμπέρασμαβγαίνω ως συμπέρασμα
- ausgehenβγαίνω για διασκέδασηβγαίνω για διασκέδαση
- βγαίνω λεκές, χρώμα
- erscheinenβγαίνω στο παράθυρο, στην πόρταβγαίνω στο παράθυρο, στην πόρτα
- erscheinenβγαίνω εφημερίδα, προϊόνβγαίνω εφημερίδα, προϊόν
- herauskommenβγαίνω βιβλίοβγαίνω βιβλίο
- gelingenβγαίνω φωτογραφίαβγαίνω φωτογραφία
- aufgehenβγαίνω ήλιοςβγαίνω ήλιος
- treibenβγαίνω μπουμπούκιαβγαίνω μπουμπούκια
- gezogen werdenβγαίνω λαχείοβγαίνω λαχείο
- abkommenβγαίνω από το θέμαβγαίνω από το θέμα
examples
-
- βγαίνω έξωausgehen
- βγαίνω βόλτα με το αυτοκίνητο
hide examplesshow examples