„spazieren“: intransitives Verb spazierenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πηγαίνω περίπατο... πηγαίνω βόλτα με το αυτοκίνητο... examples spazieren gehen πηγαίνω περίπατο, πάωoder | ή od κάνω βόλτα, περπατώ spazieren gehen spazieren fahren im Auto πηγαίνω βόλτα με το αυτοκίνητο spazieren fahren im Auto