εκτός
[ekˈtos]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- außerhalb (γενική | Genitivgen /γενική | Genitiv gen von)εκτός έξωaußer (γενική | Genitivgen /δοτική | Dativ datγενική | Genitiv gen)εκτός έξωεκτός έξω
- ausgenommenεκτός πληνεκτός πλην
- außer (απόδοτική | Dativ dat)εκτός εξαίρεσηεκτός εξαίρεση