σύνταξη
[ˈsindaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Redaktionθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνταξη εφημερίδαςσύνταξη εφημερίδας
- Erstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνταξη σχεδίουσύνταξη σχεδίου
- Verfassungθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνταξη συγγραφήσύνταξη συγγραφή
- Renteθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνταξη μηνιαίο χρηματικό ποσόPensionθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνταξη μηνιαίο χρηματικό ποσόσύνταξη μηνιαίο χρηματικό ποσό
- Pensionierungθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνταξη πράξησύνταξη πράξη
- Syntaxθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνταξη γραμματική | Grammatikγραμμσύνταξη γραμματική | Grammatikγραμμ