αναζήτηση
[anaˈzitisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sucheθηλυκό | Femininum, weiblich fαναζήτησηαναζήτηση
- Suchvorgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναζήτηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υαναζήτηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- Suchlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναζήτηση βίντεο, κτλαναζήτηση βίντεο, κτλ
examples
- βγαίνω προς αναζήτηση τροφήςauf Nahrungssuche gehen
- αναζήτηση βάσης δεδομένωνRasterfahndungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αναζήτηση δωματίουZimmersucheθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples