„καλός“ καλός [kaˈlos], καλή, καλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gut, gütig, ratsam, gutherzig, solide, lieb gut καλός ωφέλιμος, καλής ποιότητας καλός ωφέλιμος, καλής ποιότητας gütig, gutherzig καλός καλόκαρδος καλός καλόκαρδος ratsam καλός ενδεδειγμένος καλός ενδεδειγμένος solide καλός γνώσεις καλός γνώσεις lieb καλός παιδί καλός παιδί examples καλή μεριάθηλυκό | Femininum, weiblich f rechte Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich f καλή μεριάθηλυκό | Femininum, weiblich f καλέ! hallo!, du!, mein Guter! καλέ! δεν είμαι στα καλά μου nicht bei Verstand sein δεν είμαι στα καλά μου θέλω μόνο το καλό σου ich will nur dein Bestes θέλω μόνο το καλό σου μια και καλή ein für allemal μια και καλή καλά Χριστούγεννα! frohes Fest!, fröhliche Weihnachten! καλά Χριστούγεννα! καλή διασκέδαση! viel Spaß! καλή διασκέδαση! καλό Σαββατοκύριακο! schönes Wochenende! καλό Σαββατοκύριακο! καλό ταξίδι! gute Reise!, gute Fahrt! καλό ταξίδι! hide examplesshow examples