„Σαββατοκύριακο“: ουδέτερο Σαββατοκύριακο [savatoˈkjirjako]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wochenende Wochenendeουδέτερο | Neutrum, sächlich n Σαββατοκύριακο Σαββατοκύριακο examples το Σαββατοκύριακο am Wochenende το Σαββατοκύριακο καλό Σαββατοκύριακο! schönes Wochenende! καλό Σαββατοκύριακο!