„μεριά“: θηλυκό μεριά [meˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seite, Stelle Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich f μεριά πλευρά, κ. δρόμου μεριά πλευρά, κ. δρόμου Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich f μεριά μέρος μεριά μέρος examples από τη μεριά μου was mich betrifft, meinerseits από τη μεριά μου