ειδικός
[iðiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ειδική, ειδικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- besondereειδικός ξεχωριστόςειδικός ξεχωριστός
- ειδικός αναφερόμενος σε ορισμένο είδος
- Fach-ειδικός σχετικός με κλάδοειδικός σχετικός με κλάδο
examples
- Spezialeffekteπληθυντικός | Plural pl
- Ειδικές δυνάμειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplEinsatzkommandoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ειδική άδειαθηλυκό | Femininum, weiblich fSondergenehmigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples
ειδικός
[iðiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spezialistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fειδικόςExperteαρσενικό | Maskulinum, männlich mειδικόςExpertinθηλυκό | Femininum, weiblich fειδικόςειδικός
examples
- ειδικός επί των υπολογιστώνComputerspezialistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ειδικός θεμάτων ασφαλείαςSicherheitsexperteαρσενικό | Maskulinum, männlich mSicherheitsexpertinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ειδικός στατικής ανάλυσηςStatikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples