δράση
[ˈðrasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδράση σύνολο πράξεωνδράση σύνολο πράξεων
- Wirkungθηλυκό | Femininum, weiblich fδράση επενέργειαδράση επενέργεια
- Einsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mδράση πολιτική | Politikπολιτδράση πολιτική | Politikπολιτ
- Handlungθηλυκό | Femininum, weiblich fδράση σε έργοδράση σε έργο