μονάδα
[moˈnaða]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Entitätθηλυκό | Femininum, weiblich fμονάδα οντότηταμονάδα οντότητα
- Einheitθηλυκό | Femininum, weiblich fμονάδα ποσότητα τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατμονάδα ποσότητα τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Einerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμονάδα μαθηματικά | Mathematikμαθμονάδα μαθηματικά | Mathematikμαθ
examples
- μονάδα αναπαραγωγήςWiedergabegerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μονάδα αφαλάτωσηςEntsalzungsanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples