τακτική
[taktiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Taktikθηλυκό | Femininum, weiblich fτακτικήτακτική
examples
- τακτική διαπραγμάτευσηςVerhandlungstaktikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τακτική καθυστέρησηςHinhaltetaktikθηλυκό | Femininum, weiblich f