„διαδρομή“: θηλυκό διαδρομή [ðiaðroˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Strecke, Fahrt Streckeθηλυκό | Femininum, weiblich f διαδρομή απόσταση, δρόμος διαδρομή απόσταση, δρόμος Fahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f διαδρομή πορεία με όχημα διαδρομή πορεία με όχημα examples διαδρομή αγωνίσματος δρόμου Parcoursαρσενικό | Maskulinum, männlich m διαδρομή αγωνίσματος δρόμου διαδρομή λεωφορείου Busfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f διαδρομή λεωφορείου διαδρομή με ταξί Taxifahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f διαδρομή με ταξί διαδρομή πτήσης Flugstreckeθηλυκό | Femininum, weiblich f διαδρομή πτήσης διαδρομή σε ανώμαλο δρόμο Geländefahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f διαδρομή σε ανώμαλο δρόμο διαδρομή υπερπήδησης εμποδίων Parcoursαρσενικό | Maskulinum, männlich m διαδρομή υπερπήδησης εμποδίων hide examplesshow examples