άδεια
[ˈaðia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Genehmigungθηλυκό | Femininum, weiblich fάδεια παροχή δικαιώματοςErlaubnisθηλυκό | Femininum, weiblich fάδεια παροχή δικαιώματοςάδεια παροχή δικαιώματος
- Zulassungθηλυκό | Femininum, weiblich fάδεια αυτοκινήτουάδεια αυτοκινήτου
- Lizenzθηλυκό | Femininum, weiblich fάδεια για κατάστημα, εργασίαKonzessionθηλυκό | Femininum, weiblich fάδεια για κατάστημα, εργασίαάδεια για κατάστημα, εργασία
- Urlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich mάδεια διακοπέςάδεια διακοπές