Greek-German translation for "άδεια"

"άδεια" German translation

άδεια
[ˈaðia]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Genehmigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άδεια παροχή δικαιώματος
    Erlaubnisθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άδεια παροχή δικαιώματος
    άδεια παροχή δικαιώματος
  • Zulassungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άδεια αυτοκινήτου
    άδεια αυτοκινήτου
  • Lizenzθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άδεια για κατάστημα, εργασία
    Konzessionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άδεια για κατάστημα, εργασία
    άδεια για κατάστημα, εργασία
  • Urlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    άδεια διακοπές
    άδεια διακοπές
examples
  • έχω άδεια
    auf Urlaub sein
    έχω άδεια
  • παίρνω άδεια
    Urlaub nehmen
    παίρνω άδεια
  • δίνω άδεια σε κάποιον
    jemandem freigeben
    δίνω άδεια σε κάποιον
  • hide examplesshow examples
αναρρωτική άδειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erholungsurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Genesungsurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αναρρωτική άδειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γονική άδειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Elternzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erziehungsurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γονική άδειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ειδική άδειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sondergenehmigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ειδική άδειαθηλυκό | Femininum, weiblich f

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: