„έρχομαι“: αποθετικό ρήμα έρχομαι [ˈerxome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <αόριστος | Aoristaor; ήρθα; ήλθα; υποτακτική | Konjunktivkonjkt; έρθω; έλθω> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kommen, herkommen, reichen, nahen, gut sitzen, passen kommen έρχομαι έρχομαι herkommen έρχομαι από κάπου έρχομαι από κάπου reichen (ως, μέχρι bis zu) έρχομαι φτάνω μέχρι ένα σημείο έρχομαι φτάνω μέχρι ένα σημείο nahen έρχομαι βράδυ, καταιγίδα έρχομαι βράδυ, καταιγίδα gut sitzen, passen έρχομαι ρούχο έρχομαι ρούχο examples έρχομαι πρώτος/δεύτερος Erster/Zweiter werden έρχομαι πρώτος/δεύτερος μου έρχεται να… ich möchte am liebsten … μου έρχεται να… τι σου ’ρθε; was ist in dich gefahren? τι σου ’ρθε; δε μου έρχεται στο νου es fällt mir nicht ein δε μου έρχεται στο νου από πού έρχεστε; wo kommen Sie her? από πού έρχεστε; έρχομαι τρεχάτος angelaufen kommen έρχομαι τρεχάτος έρχομαι σε επαφή sich in Verbindung setzen έρχομαι σε επαφή hide examplesshow examples