„Vordergrund“: Maskulinum, männlich VordergrundMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έρχομαι στο προσκήνιο βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος examples im Vordergrund stehen βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος im Vordergrund stehen in den Vordergrund treten έρχομαι στο προσκήνιο in den Vordergrund treten