„προσκήνιο“: ουδέτερο προσκήνιο [prosˈkjinio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) in den Vordergrund treten examples έρχομαι στο προσκήνιο in den Vordergrund treten έρχομαι στο προσκήνιο