Greek-German translation for "λευκός"

"λευκός" German translation

λευκός
[lefˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, λευκή, λευκό

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • weiß
    λευκός
    λευκός
  • untadelig
    λευκός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    λευκός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • blanko
    λευκός οικονομία | Wirtschaftοικον νομικός όρος | Rechtswesenνομ
    λευκός οικονομία | Wirtschaftοικον νομικός όρος | Rechtswesenνομ
examples
  • λευκή σοκολάταθηλυκό | Femininum, weiblich f
    weiße Schokoladeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    λευκή σοκολάταθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • λευκός οίνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Weißweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    λευκός οίνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
λευκός
[lefˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Weiße(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
    λευκός
    λευκός
λευκός οίνος
Weißweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
λευκός οίνος

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: