„άλλο“: επίρρημα άλλο [ˈalo]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) noch, zusätzlich noch, zusätzlich άλλο άλλο examples άλλο τίποτα; sonst noch etwas ? άλλο τίποτα; άλλο τόσο doppelt so viel άλλο τόσο