πόντος
[ˈpondos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Meerουδέτερο | Neutrum, sächlich nπόντος γεωγραφία | Geografieγεωγρπόντος γεωγραφία | Geografieγεωγρ
- Zentimeterαρσενικό | Maskulinum, männlich mπόντος εκατοστόπόντος εκατοστό
- Punktαρσενικό | Maskulinum, männlich mπόντος σημείοπόντος σημείο
- Laufmascheθηλυκό | Femininum, weiblich fπόντος κάλτσαςπόντος κάλτσας