διακοπή
[ðiakoˈpi, ðjakoˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unterbrechungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιακοπή προσωρινή παύσηδιακοπή προσωρινή παύση
- Pauseθηλυκό | Femininum, weiblich fδιακοπή διάλειμμαδιακοπή διάλειμμα
- Abbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιακοπή οριστική παύσηBeendigungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιακοπή οριστική παύσηδιακοπή οριστική παύση
- Störungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιακοπή τεχνική | Technikτεχνδιακοπή τεχνική | Technikτεχν
examples
- διακοπή ρεύματοςStromausfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διακοπή ήχουTonstörungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διακοπή κατασκευήςBaustoppαρσενικό | Maskulinum, männlich m