Greek-German translation for "διακοπή"

"διακοπή" German translation

διακοπή
[ðiakoˈpi, ðjakoˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Unterbrechungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    διακοπή προσωρινή παύση
    διακοπή προσωρινή παύση
  • Pauseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    διακοπή διάλειμμα
    διακοπή διάλειμμα
  • Abbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    διακοπή οριστική παύση
    Beendigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    διακοπή οριστική παύση
    διακοπή οριστική παύση
  • Störungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    διακοπή τεχνική | Technikτεχν
    διακοπή τεχνική | Technikτεχν
examples
  • διακοπή ρεύματος
    Stromausfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    διακοπή ρεύματος
  • διακοπή ήχου
    Tonstörungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    διακοπή ήχου
  • διακοπή κατασκευής
    Baustoppαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    διακοπή κατασκευής

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: