„Glied“: Neutrum, sächlich GliedNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -er> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μέλος, πέος, κρίκος μέλοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Glied auch | και, επίσηςa. Anatomie | ανατομίαANAT Glied auch | και, επίσηςa. Anatomie | ανατομίαANAT πέοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Glied Penis Glied Penis κρίκοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Glied Kettenglied Glied Kettenglied