τελικός
[teliˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, τελική, τελικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- τελική αγοραστήςθηλυκό | Femininum, weiblich fEndabnehmerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τελική αναμέτρησηθηλυκό | Femininum, weiblich fShowdownουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- τελική αναφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fAbschlussberichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples
τελικός
[teliˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Titelkampfαρσενικό | Maskulinum, männlich mτελικός αθλητισμός | Sportαθλτελικός αθλητισμός | Sportαθλ