αγοραστής
[aɣorasˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Käuferαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγοραστήςAbnehmerαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγοραστήςαγοραστής
examples
- αγοραστής χονδρικής οικονομία | WirtschaftοικονGroßabnehmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m