„μάχη“: θηλυκό μάχη [ˈmaçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kampf, Gefecht, Schlacht Kampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m μάχη αγώνας μάχη αγώνας Gefechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n μάχη συμπλοκή μάχη συμπλοκή Schlachtθηλυκό | Femininum, weiblich f μάχη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ μάχη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ examples θέτω εκτός μάχης außer Gefecht setzen θέτω εκτός μάχης μάχη των φύλων Geschlechterkampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m μάχη των φύλων