„ευθεία“: επίρρημα ευθεία [efˈθia]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geradeaus geradeaus ευθεία ευθεία examples πάω όλο ευθεία immer geradeaus gehen πάω όλο ευθεία „ευθεία“: θηλυκό ευθεία [efˈθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gerade Geradeθηλυκό | Femininum, weiblich f ευθεία ευθεία examples κατ’ ευθείαν direkt κατ’ ευθείαν