„Stichwahl“: Femininum, weiblich StichwahlFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τελικός γύρος εκλογών τελικός γύροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m εκλογών Stichwahl Stichwahl