Endspurt
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τελική προσπάθειαFemininum, weiblich | θηλυκό fEndspurt Sport | αθλητισμόςSPORTEndspurt Sport | αθλητισμόςSPORT
- τελική έκρηξηFemininum, weiblich | θηλυκό fEndspurt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigEndspurt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig