στοιχείο
[stiˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Elementουδέτερο | Neutrum, sächlich nστοιχείο μέρος, κ. χημεία | Chemieχημστοιχείο μέρος, κ. χημεία | Chemieχημ
- Bestandteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mστοιχείο συστατικόστοιχείο συστατικό
- Anhaltspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mστοιχείο ένδειξηστοιχείο ένδειξη
- Buchstabeαρσενικό | Maskulinum, männlich mστοιχείο γράμμαLetterθηλυκό | Femininum, weiblich fστοιχείο γράμμαστοιχείο γράμμα