„άλφα“: ουδέτερο άλφα [ˈalfa]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Alpha Alphaουδέτερο | Neutrum, sächlich n άλφα άλφα examples το άλφα και το ωμέγα das A und O το άλφα και το ωμέγα