Personalien
Femininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (προσωπικά) στοιχείαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplPersonalienταυτότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fPersonalienPersonalien