λόγος
[ˈloɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wortουδέτερο | Neutrum, sächlich nλόγος λέξη, φράσηλόγος λέξη, φράση
- Spracheθηλυκό | Femininum, weiblich fλόγος γλώσσαλόγος γλώσσα
- Redeθηλυκό | Femininum, weiblich fλόγος αγόρευσηVortragαρσενικό | Maskulinum, männlich mλόγος αγόρευσηλόγος αγόρευση
- Grundαρσενικό | Maskulinum, männlich mλόγος αιτίαAnlassαρσενικό | Maskulinum, männlich mλόγος αιτίαλόγος αιτία
- Vernunftθηλυκό | Femininum, weiblich fλόγος φιλοσλόγος φιλοσ