κρατώ
[kraˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
  -   haltenκρατώ βαστώ, διατηρώκρατώ βαστώ, διατηρώ
-   behaltenκρατώ δε δίνω πίσω, τυπώνω στο μυαλόκρατώ δε δίνω πίσω, τυπώνω στο μυαλό
-   festhaltenκρατώ δεν αφήνωκρατώ δεν αφήνω
-   aufbewahrenκρατώ φυλάωκρατώ φυλάω
-   aufhaltenκρατώ καθυστερώκρατώ καθυστερώ
-   reservieren, vorbestellenκρατώ δωμάτιο, τραπέζικρατώ δωμάτιο, τραπέζι
-   bewahrenκρατώ παράδοσηκρατώ παράδοση
-   führenκρατώ βιβλία, ημερολόγιοκρατώ βιβλία, ημερολόγιο
-   einhaltenκρατώ απόστασηκρατώ απόσταση
-   einlösenκρατώ υπόσχεσηκρατώ υπόσχεση
-   anhaltenκρατώ ανάσακρατώ ανάσα
-   abziehenκρατώ από μισθόκρατώ από μισθό
-   unterdrückenκρατώ γέλιο, δάκριακρατώ γέλιο, δάκρια
examples
 -    κρατώ ανοιχτόaufhalten, offen haltenκρατώ ανοιχτό
κρατώ
[kraˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
  