„διαθήκη“: θηλυκό διαθήκη [ðiaˈθikji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Testament Testamentουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαθήκη διαθήκη examples Παλαιά/Καινή Διαθήκη Alte(s)/Neue(s) Testamentουδέτερο | Neutrum, sächlich n Παλαιά/Καινή Διαθήκη κάνω τη διαθήκη μου sein Testament machen κάνω τη διαθήκη μου εκ διαθήκης testamentarisch εκ διαθήκης διαθήκη εν ζωή Patientenverfügungθηλυκό | Femininum, weiblich f διαθήκη εν ζωή hide examplesshow examples