δωρητής
[ðoriˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geberαρσενικό | Maskulinum, männlich mδωρητήςδωρητής
- Spenderαρσενικό | Maskulinum, männlich mδωρητής ιατρική | Medizinιατρδωρητής ιατρική | Medizinιατρ
- Stifterαρσενικό | Maskulinum, männlich mδωρητής οικονομία | Wirtschaftοικονδωρητής οικονομία | Wirtschaftοικον
examples
- Lebendspenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δωρητής σπέρματοςSamenspenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m