διακοσμητικός
[ðiakozmitiˈkos], διακοσμητική, διακοσμητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- dekorativδιακοσμητικόςδιακοσμητικός
examples
- διακοσμητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m βιτρίναςSchaufensterdekorateurαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διακοσμητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m εσωτερικών χώρωνInnenarchitektαρσενικό | Maskulinum, männlich mRaumausstatterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διακοσμητικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικDekoartikelπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples