„Zierpflanze“: Femininum, weiblich ZierpflanzeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διακοσμητικό φυτό διακοσμητικό φυτόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Zierpflanze Zierpflanze