„διακοσμητής“: αρσενικό διακοσμητής [ðiakozmiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dekorateur Dekorateurαρσενικό | Maskulinum, männlich m διακοσμητής διακοσμητής