υλικό
[iliˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Materialουδέτερο | Neutrum, sächlich nυλικόυλικό
- Hardwareθηλυκό | Femininum, weiblich fυλικό ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υυλικό ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
- υλικά γαστρονομία | Kochkunst, GastronomieγαστρZutatenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- υλικό αρχείουArchivmaterialουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- υλικό για συσκευασίαVerpackungsmaterialουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples