κήπος
[ˈkjipos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gartenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκήποςκήπος
examples
- ζωολογικός κήποςZooαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- βοτανικός κήποςbotanischer Gartenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κήπος παλατιούSchlossgartenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples